τρίκλωνος

τρίκλωνος
-η, -ο / τρίκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που έχει τρεις κλωστές
2. (για καλώδια ή σύρματα) αυτός που έχει τρία έμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + κλῶνος «κλάδος, κλωνάρι, κλωστή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρίκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους: Τρίκλωνος βασιλικός. 2. αυτός που έχει τρεις κλωνιές, τρεις κλωστές, τρίπλοκος: Τρίκλωνος σπάγκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρίκλωνον — τρίκλωνος with masc/fem acc sg τρίκλωνος with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

  • τρίλινος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από τρεις κλωστές, τρίκλωνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίλινον περιδέραιο με τρεις σειρές μαργαριταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λινος (< λίνον), πρβλ. ἐννεά λινος] …   Dictionary of Greek

  • τρίοζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ ἴσου τε καὶ κατ ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντ οζος)] …   Dictionary of Greek

  • τριμίτινος — ίνη, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρεις κλωστές, τρίκλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. πήλ ινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”