τρίκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους: Τρίκλωνος βασιλικός. 2. αυτός που έχει τρεις κλωνιές, τρεις κλωστές, τρίπλοκος: Τρίκλωνος σπάγκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίκλωνον — τρίκλωνος with masc/fem acc sg τρίκλωνος with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
τρίλινος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από τρεις κλωστές, τρίκλωνος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίλινον περιδέραιο με τρεις σειρές μαργαριταριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + λινος (< λίνον), πρβλ. ἐννεά λινος] … Dictionary of Greek
τρίοζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ ἴσου τε καὶ κατ ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντ οζος)] … Dictionary of Greek
τριμίτινος — ίνη, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρεις κλωστές, τρίκλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίμιτος + κατάλ. ινος (πρβλ. πήλ ινος)] … Dictionary of Greek